Του Cas Mudde*
Από το ξέσπασμα της μεγάλης ύφεσης, η κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, που μετατράπηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, έχει γίνει παγκοίνως γνωστό πως η Ακροδεξιά είναι σε άνοδο. Και γιατί να μην είναι; Από την άνοδο των ναζί στη Βαϊμάρη, η συμβατική σοφία θεωρεί δεδομένο ότι οι οικονομικές κρίσεις συνεπάγονται άνοδο της Ακροδεξιάς. Παρά το γεγονός πως δεν υπάρχει κάποια σχετική ακαδημαϊκή θεωρία, το αξίωμα πως «στην οικονομική κρίση ενδυναμώνονται τα άκρα» ίσως είναι μία από τις πιο διάσημες θεωρίες που κυκλοφορούν (μαζί με την θεωρία της νεωτερικότητας). Μάλιστα, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και από αυτούς που διαμορφώνουν την πολιτική.
Η ιδέα ότι η μεγάλη ύφεση τροφοδότησε την αναβίωση της Ακροδεξιάς, δηλαδή την άνοδο ριζοσπαστικών ακροδεξιών κομμάτων, βασίζεται κυρίως σε δύο περιπτώσεις που έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα, και οι δύο το 2012: το Εθνικό Μέτωπο (F.N.) στη Γαλλία και τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα. Αφού αντικατέστησε τελικά τον πατέρα της Ζαν - Μαρί Λεπέν και ιδρυτή του Εθνικού Μετώπου, η Μαρίν Λεπέν το αναγέννησε μέσα από τις στάχτες του. Μετά από χρόνια εκλογικής καθίζησης, η Λε Πεν ανέβασε το κόμμα στα καλύτερα ποσοστά που είχε λάβει από ιδρύσεώς του σε προεδρικές εκλογές και τα δεύτερα καλύτερα που έχει λάβει ποτέ στις βουλευτικές εκλογές του 2012. Ακόμα πιο σοκαριστικές ήταν οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 στην Ελλάδα, που είδαν τη μέχρι τότε περιθωριακή νεοναζιστική Χρυσή Αυγή να μπαίνει στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ενώ πολλά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα έχουν κατέβει στις εκλογές από τη δεκαετία του 1980, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα ανοιχτά ακροδεξιό κόμμα κατάφερε να μπει στη Βουλή. Για τους περισσότερους παρατηρητές, πανεπιστημιακούς και μη, οι δύο αυτές υποθέσεις ήταν ενδεικτικές της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη ως το αναμενόμενο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης.
Η ανάλυση των πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων των ακροδεξιών κομμάτων στα κράτη - μέλη της Ε.Ε. παρουσιάζει μια πολύ διαφορετική εικόνα. Αν συγκρίνουμε τα αποτελέσματα προ της κρίσης (2005-2008) με τα αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της κρίσης (2009-2013), αν ξεχωρίζουμε κάτι, είναι η εκλογική αποτυχία της Ακροδεξιάς. Πρώτα απ' όλα, πάνω από το ένα τέταρτο, στις οκτώ από τις είκοσι οκτώ χώρες κράτη - μέλη της Ε.Ε., δεν υπάρχει κόμμα της Άκρας Δεξιάς. Μάλιστα, δεν υπάρχουν ακροδεξιά κόμματα στις τέσσερις από τις πέντε χώρες που έχουν μπει σε πρόγραμμα λιτότητας (Κύπρος, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία). Η Ελλάδα είναι η μόνη εξαίρεση.
Δεύτερον, από τις είκοσι χώρες με (κατά κάποιον τρόπο) ακροδεξιά κόμματα, τα εκλογικά αποτελέσματα είναι σχεδόν ομοιόμορφα κατανεμημένα: έντεκα έχουν δει μια αύξηση στη στήριξη των ακροδεξιών κομμάτων στην περίοδο 2005-2013 και εννέα δεν έχουν.
Τρίτον, από τις έντεκα χώρες όπου η Ακροδεξιά σημειώνει άνοδο, μόνο στις πέντε υπάρχει αξιοσημείωτη άνοδος έναντι μιας (σχετικής) ανόδου. Ωστόσο, αν και σε πέντε χώρες τα ακροδεξιά κόμματα έλαβαν περισσότερο από 5% των ψήφων μεταξύ των ετών 2005 και 2013, σε τρεις χώρες σημείωσαν πτώση μεγαλύτερη του 5% (Βέλγιο, Ρουμανία και Σλοβακία).
Οι πέντε χώρες της Ε.Ε. που έχουν δει σημαντική άνοδο της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής Δεξιάς στις εκλογές είναι η Αυστρία (13,1%), η Φινλανδία (14,9 %), η Γαλλία (9,3%), η Ουγγαρία (14,5%) και η Λετονία (6,9%). Τα ποσοστά στην Ελλάδα είναι αρκετά κοντά στο 4,7%, με την Ακροδεξιά να διπλασιάζει τα ποσοστά της και γι' αυτό θα εξεταστεί χωριστά παρακάτω. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται στη Φινλανδία, όπου οι True Finns πήγαν από 4,1% το 2007 στο 19% το 2011. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως η Φινλανδία ήταν μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. που επλήγησαν λιγότερο από την κρίση, έχοντας αντιμετωπίσει τη δική τους κρίση μία δεκαετία πριν από τη μεγάλη ύφεση. Παρά το γεγονός αυτό, η οικονομική κρίση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία και την επιτυχία των Αληθινών Φινλανδών, που εναντιώθηκαν αποφασιστικά στη συμμετοχή της Φινλανδίας στα προγράμματα διάσωσης. Τούτου λεχθέντος, ο λαϊκιστικός ριζοσπαστικός δεξιός χαρακτήρας του κόμματος τίθεται υπό συζήτηση και αμφισβητείται, αποτελώντας έτσι μία μάλλον οριακή περίπτωση.
Οι άλλες δύο χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η Αυστρία και η Γαλλία, έχουν και οι δύο υποστεί μια μάλλον μέτρια οικονομική δυσπραγία, σε αντίθεση με τις δύο χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Λετονία). Και ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κόμματα έχουν επωφεληθεί από την πολιτική δυσαρέσκεια που σχετίζεται με την οικονομική κρίση, τόσο το Εθνικό Μέτωπο όσο και το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) είναι δεδομένα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, που έχουν έρεισμα και λάμβαναν παρόμοια ποσοστά πολύ πριν από την έναρξη της κρίσης (1997 και 1999 αντίστοιχα). Αυτό αφήνει την Ουγγαρία και τη Λετονία, δύο από τις σκληρότερα πληγείσες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες όμως δεν ένιωσαν τις συνέπειες της μεγάλης ύφεσης.
Η άνοδος του Κινήματος για μια Καλύτερη Ουγγαρία (Jobbik) έχει αναλυθεί εκτενώς, αν και μερικές φορές στο επίκεντρο είναι οι ανησυχητικές πολιτικές της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν. Το Jobbik έλαβε ένα εντυπωσιακό 16,7 % στις πρώτες εκλογές του 2010, αντικαθιστώντας το περιθωριακό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ζωής (MIÉP) στην κορυφή της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς παράταξης. Αυτή ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση μετά από εκείνη στη Φινλανδία.
Αλλά αν οι Αληθινοί Φινλανδοί θεωρούνται πολύ μετριοπαθείς για τη λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά, το Jobbik θεωρείται πάρα πολύ ακραίο. Κινείται στη λεπτή γραμμή μεταξύ της ριζοσπαστικής Δεξιάς και της Άκρας Δεξιάς, εν μέρει εκπροσωπείται από το πολιτικό κόμμα (Jobbik) και εν μέρει από την παραστρατιωτική ομάδα (Ουγγρική Φρουρά). Παρά το γεγονός ότι η Ουγγαρία έχει πληγεί ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση και έχει φλερτάρει με ένα σχέδιο διάσωσης, η εκλογική αναμέτρηση του 2010 δεν έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης. Ενώ και το Fidesz και το Jobbik επωφελήθηκαν από την ευρεία πολιτική δυσαρέσκεια, τα αίτιά της ήταν και οικονομικά (δηλαδή η οικονομική κρίση) και πολιτικά (το σκάνδαλο Gyurcsány).
Η πιο ενδεικτική περίπτωση της θεωρίας ότι η κρίση ευνοεί τα άκρα βρίσκεται, παραδόξως, στη μικρή χώρα της Βαλτικής που περνά απαρατήρητη, τη Λετονία. Έχοντας πληγεί σε μεγάλο βαθμό από την κρίση, ο Paul Krugman αποκάλεσε τη Λετονία "νέα Αργεντινή" το 2008. Το γεγονός ότι η λαϊκιστική ακροδεξιά Εθνική Συμμαχία (N.A.) έχει διπλασιάσει σχεδόν την εκλογική της υποστήριξη μεταξύ 2006 και 2011 δεν πρέπει να εκπλήσσει επομένως κανέναν. Επιπλέον, ακολουθώντας πιστά το σενάριο της Βαϊμάρης, η N.A. συμμετείχε στην κυβέρνηση της Λετονίας το 2011 ως μικρός εταίρος του συνασπισμού.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η Ν.Α. ανέβηκε το 2011, μετά την κορύφωση της οικονομικής κρίσης. Παρά το ότι η οικονομία σημείωσε κατακόρυφη πτώση κατά την περίοδο 2008-2009, η NA συγκέντρωσε ποσοστό μόλις 0,7% στις εκλογές του 2010 (σε σύγκριση με το 2006). Ωστόσο, αφού η οικονομία σταθεροποιήθηκε το 2010, το κόμμα πήγε από 7,7% στο 13,9% στις εκλογές του 2011. Το 2011, η οικονομία της Λετονίας αύξησε το πραγματικό ΑΕΠ της κατά 5,5%!
Εν ολίγοις, δεν βγαίνουν τα νούμερα. Παρά την όλη συζήτηση για την άνοδο της Ακροδεξιάς ως συνέπεια της μεγάλης ύφεσης, το γεγονός είναι ότι τα ακροδεξιά κόμματα έχουν αρκετούς υποστηρικτές μόνο σε 11 από τα 28 κράτη - μέλη της Ε.Ε. (39%), και αύξησαν σημαντικά τα ποσοστά τους σε μόλις 5 (18%). Ακριβώς όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης, δηλαδή στη Γερμανία της Βαϊμάρης (και σε μικρότερο βαθμό στην Ιταλία), η αβάσιμη γενίκευση των λίγων περιπτώσεων (π.χ. Γαλλία και η Ελλάδα) έχει επισκιάσει το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Ε.Ε. έχουν εκλογικά και πολιτικά περιθωριακά ακροδεξιά κόμματα, τόσο όσο και κατά τη μεγάλη ύφεση. Στο τέλος του 2013, μόνο τα μισά κράτη - μέλη της Ε.Ε. έχουν ακροδεξιά κόμματα μέσα στο Κοινοβούλιο και μόνο δύο στους κυβερνητικούς συνασπισμούς ως μικρούς εταίρους (Βουλγαρία και Λετονία).
Στόχος δεν είναι να πούμε ότι η Ακροδεξιά είναι άνευ σημασίας στη σύγχρονη Ευρώπη ή ότι η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Είναι έκκληση να μην υποκύψουμε σε μια επιλεκτική αντίληψη και να προβούμε σε γενικεύσεις, καθώς και μια πρόσκληση να κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά στις πραγματικές πολιτικές απειλές του σήμερα. Σε όλη την Ευρώπη οι πολιτικοί χρησιμοποιούν την υποτιθέμενη απειλή της αναζωπύρωσης της Ακροδεξιάς, που υποστηρίζεται και από μια θεωρία περί κρίσης, ώστε να προωθούν φιλελεύθερες πολιτικές. Ένα σχετικά μετριοπαθές παράδειγμα είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος προωθεί τη σκληρή αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος. Ένα ακραίο παράδειγμα είναι ο Ούγγρος πρωθυπουργός Όρμπαν, ο οποίος έκανε κατά μέτωπο επίθεση στο σύνταγμα της χώρας. Και οι δύο τους έχουν πει πως κάνουν ότι είναι απαραίτητο με δεδομένες τις πιέσεις που δέχονται από την Ακροδεξιά και παρουσιάζουν τις κυβερνήσεις τους ώς τη μόνη ρεαλιστική εναλλακτική στις ακροδεξιές ορδές. Και παρά το ότι και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν μια πολύ επικίνδυνη Ακροδεξιά αντιπολίτευση, πραγματικά αντιδημοκρατική, σε καμία από τις δύο χώρες η Ακροδεξιά δεν είναι κοντά στο να βγει πρώτο κόμμα.
Εν ολίγοις, η Ευρώπη δεν είναι στο χείλος ενός σεναρίου Βαϊμάρης. Σε αντίθεση με τη Βαϊμάρη των αρχών του 20ού αιώνα, οι ακραίοι είναι σχετικά μικρής εμβέλειας πολιτικοί παίχτες στην Ευρώπη των αρχών του 21ου αιώνα. Κυριότερα, ενώ η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν μια δημοκρατία χωρίς δημοκράτες, η δημοκρατία ηγεμονεύει στη σύγχρονη Ευρώπη. Είναι σημαντικό να είναι σε επιφυλακή οι Ευρωπαίοι σε ό,τι αφορά την Ακροδεξιά, αλλά δεν πρέπει να παραλύουν από έναν αλόγιστο φόβο ο οποίος μπορεί να τους ρίξει βορά στις μάζες οπορτουνιστών και διψασμένων για εξουσία «δημοκρατικών» πολιτικών ηγετών.
* Ο Cas Mudde διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο της Γεωργίας
Έρευνα δημοσιευμένη στο blog του LSE, βασισμένη στα εκλογικά αποτελέσματα των ακροδεξιών κομμάτων στην Ε.Ε., με σαφή στόχευση να στηρίξει τις επιλογές του ευρωπαϊκού κατεστημένου
Για την αρχική ανάρτηση πατήστε εδώ
Για την αρχική ανάρτηση πατήστε εδώ