Αντιγράφω από το tovima.gr
Πεντακόσιες εξήντα σελίδες δεν διαβάζονται εύκολα σε 48 ώρες ούτε με τις καλύτερες των προϋποθέσεων. Γι’ αυτό τo The Sleepwalkers. How Europe Went to War in1914 (Allen Lane, 2012) του Κρίστοφερ Κλαρκ, καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, θα πρέπει να αποτελεί στο εξής υποχρεωτικό εγχειρίδιο για όσους φιλοδοξούν να ασχοληθούν με την πολιτική. Σε πρώτο επίπεδο είναι ίσως η καλύτερη εξιστόρηση για τις εξαιρετικά πολύπλοκες περιστάσεις της έκρηξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που έχει γραφτεί την τελευταία εικοσαετία. Πίσω από τις γραμμές, όμως, διαβάζεται ως ανατομία του ωρολογιακού μηχανισμού των κρίσεων.
Σε αντίθεση με μια παλιότερη ιστοριογραφία που έβλεπε στο καλοκαίρι του 1914 την αναπόφευκτη κατάληξη του αυξανόμενου ανταγωνισμού δύο συμπαγών στρατοπέδων, ο Κλαρκ υποστηρίζει τεκμηριωμένα την έκβασή του ως αποτέλεσμα θεμελιωδώς ασταθών συμμαχιών. Μεταξύ της Τριπλής Συμμαχίας Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Ιταλίας επικρατούσε γεωστρατηγική έλλειψη σύμπνοιας: η πρώτη αναζητούσε εναγωνίως παγκόσμιο ρόλο και ανησυχούσε για τη ρεβανσιστική Γαλλία που επιζητούσε να αναστρέψει την απώλεια της Αλσατίας και της Λορραίνης από τον πόλεμο του 1870, η δεύτερη ταύτιζε την ασφάλειά της με την ανάσχεση ή εξουδετέρωση μιας Σερβίας που επεδίωκε να αποβεί για τους Νότιους Σλάβους ό,τι το Πεδεμόντιο για την ιταλική ενοποίηση και η τρίτη δεν ενέπνεε καμία εμπιστοσύνη στις δύο άλλες ούτε ως στρατιωτική ισχύς ούτε ως αξιόπιστη συμβαλλόμενη. Η Entente Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, από την άλλη πλευρά, δεν παρουσίαζε ούτε το ελάχιστο τυπικό χαρακτηριστικό μιας συμμαχίας – μια κοινή συνθήκη με τρεις υπογραφές. Στην πραγματικότητα λειτουργούσε ως διπλωματική προσέγγιση ανά δύο, διάταξη ιδανική ίσως για καντρίλιες ή άλλους δημοφιλέστερους χορούς της belle époque, διόλου καθησυχαστική όμως σε στιγμές κρίσεων.
Η διακηρυγμένη στα λόγια αλληλεγγύη ανάμεσα σε όλες τις παραπάνω χώρες αποτελούσε στην πράξη είδος εν ανεπαρκεία. Εξ ου και όταν εξέπνεε η Τριπλή Συμμαχία το 1916 ελάχιστοι θεωρούσαν ότι η Ιταλία θα υπέγραφε την ανανέωσή της – περισσότεροι στοιχημάτιζαν στην επέκταση του αγγλορωσικού διακανονισμού το 1915, αλλά εκεί η κατάσταση έμοιαζε τόσο ρευστή ώστε δεν χωρούσαν προγνωστικά ούτε μπορούσαν να υπολογιστούν αποδόσεις. Απαιτούνταν αμοιβαίοι συμβιβασμοί και η μόνη προθυμία που διακρινόταν εκατέρωθεν ήταν για υποχωρήσεις του άλλου. Με αυτή την έννοια, η κλιμάκωση μετά τη δολοφονία του διαδόχου της Αυστρίας στο Σαράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914 ήρθε στον κατάλληλο τόπο, τον κατάλληλο χρόνο: στα Βαλκάνια, όπου το επικείμενο ξεκαθάρισμα λογαριασμών Αψβουργικής μοναρχίας και Σερβίας υποχρέωνε τη Γερμανία να δράσει, ωθούσε τη Γαλλία να αντιδράσει, ευαισθητοποιούσε τη Ρωσία ώστε να σταθεί στο πλευρό της και έθετε σε σοβαρό δίλημμα τη Βρετανία· με άμεσες επιπτώσεις, χωρίς τα περιθώρια διπλωματικής αναδιάταξης, υπό το κράτος του φόβου μιας μελλοντικής δυνητικής απομόνωσης.
Στην αποσταθεροποίηση δεν συνέβαλαν μόνο πολιτικές δομές όπως διαμορφώθηκαν στηνμεσαία διάρκεια. Η πολυπλοκότητα της μεθοδολογίας του Κλαρκ αποκαλύπτεται στη μελέτη των προσώπων που χειρίστηκαν τον τελευταίο μήνα της ευρωπαϊκής ειρήνης. Αποφεύγοντας την αναγωγή των ατομικών τους δυνατοτήτων, ιδιοτήτων ή ιδεοληψιών σε κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, διερευνά προσεκτικά την πορεία αυτοκρατόρων, βασιλέων, πρωθυπουργών, στρατηγών, πρέσβεων και διπλωματών ψυχογραφώντας τον ιδιωτικό τους βίο σε συνάρτηση με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έδρασαν. Ο γάλλος πρόεδρος Ρεϊμόν Πουανκαρέ, σε κρίσιμη επίσημη επίσκεψη στη Ρωσία τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου του 1914, προσεγγίζεται τόσο από την πλευρά του επιφανούς ριζοσπάστη δημοκράτη όσο και από εκείνη του συγκεντρωτικά απολυταρχικού διαχειριστή της εξουσίας που επισκιάζει αποφασιστικά τον πρωθυπουργό του, Ρενέ Βιβιανί. Ο αυστριακός αρχηγός του επιτελείου Κόνραντ φον Χέτσεντορφ συνιστά επίμονα πόλεμο, όπως σε κάθε μείζονα ή ελάσσονα κρίση της πολύχρονης θητείας του, παρακινημένος από μια αίσθηση περικύκλωσης της Αψβουργικής μοναρχίας, έλλειψη εμπιστοσύνης στη νομιμοφροσύνη των εθνοτήτων της, αλλά και στο πλαίσιο ενός εκτός ελέγχου συναισθηματισμού που επιζητούσε την επιβεβαίωση του ανδρισμού του. Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι είναι ένας άτυπος Φιλελεύθερος με χαρακτηριστικά Συντηρητικού, σθεναρός υπερασπιστής της ιμπεριαλιστικής αποστολής της Μεγάλης Βρετανίας, ο οποίος κατορθώνει να περάσει την πολιτική της επέμβασης υπέρ της Entente από ένα υπουργικό συμβούλιο όπου πλειοψηφούν οι ουδετερόφιλοι όχι τόσο λόγω πεποίθησης στην ηθική αξία της συμμαχίας όσο λόγω του φόβου ότι οι νικητές του επερχόμενου πολέμου, όποιοι κι αν ήταν, θα απέβαιναν εχθρικοί έναντι της χώρας εξαιτίας της αποχής από τη σύγκρουση.
Συμμαχίες κενές αλληλεγγύης, βαθύτερες επιδιώξεις, απρόβλεπτες συνέπειες αποφάσεων, εσφαλμένες εκτιμήσεις αντιδράσεων, αντικρουόμενα συμφέροντα, καλές και κακές προθέσεις, δομές και συγκυρίες, αποτέλεσαν τα γρανάζια που συγκρότησαν το μηχανισμό της κρίσης του Μεγάλου Πολέμου. Στην ακροτελεύτια πρόταση του κειμένου του, ο Κρίστοφερ Κλαρκ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλοι οι ηγέτες της Ευρώπης το καλοκαίρι του 1914, επικεφαλής μικρών κρατών και Μεγάλων Δυνάμεων, αποδείχθηκαν οι «υπνοβάτες» του τίτλου, «άγρυπνοι αλλά τυφλοί, στοιχειωμένοι από όνειρα μα ανίκανοι να αντικρίσουν την πραγματικότητα». Το ερώτημα εκατο χρόνια μετά είναι αν οι αντίστοιχοι της άνοιξης του 2013, άπαντες επιβεβαιωμένα ναρκοληπτικοί με τάση στην κρημνοβασία, θα αφυπνιστούν ως προς το αυτονόητο: για θρυαλλίδα οικονομικής ανάφλεξης η Κύπρος έχει το ιδανικό μέγεθος.
link κειμένου: http://www.tovima.gr/blogs/article/?aid=504183
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου