αναπαραγωγή από το kerkyra30.gr
ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΤΗΣ «ΑΛΛΑΓΗΣ»
Από την κοινωνία της ζύμωσης στην εποχή της κατανάλωσης
της Αρετής Μπίτα
Είναι Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου του 1981 και η Κέρκυρα είναι έτοιμη να υποδεχτεί ένα μεγάλο μουσικό γεγονός για τα τοπικά δεδομένα και όχι μόνο. Η σκηνή έχει στηθεί από νωρίς, χωρίς πολλά στολίδια και περιμένει να υποδεχτεί τους εκλεκτούς καλεσμένους της από όλη την Ελλάδα, που θα «καταθέσουν» στο νησί το μουσικό τους στίγμα, κομμάτια από την ψυχή και τις ανησυχίες τους.
Με «μαέστρο» τον Μάνο Χατζιδάκι, οι πρώτοι Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας ανοίγουν αυλαία και περιμένουν στη σκηνή «νέα παιδιά, που έχουν χιούμορ, που έχουν αίσθηση τραγουδιού και μπορούν με πολύ απλά τεστ, με μια κιθάρα και τη φωνή τους, να δημιουργούν και να μας μεταδίδουν συγκίνηση», όπως χαρακτηριστικά δήλωνε ο ίδιος στον Τύπο της εποχής.
Ένα ήταν σίγουρο. Η Κέρκυρα, για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, θα χόρευε στους ρυθμούς της διοργάνωσης του Μάνου Χατζιδάκι, σε μια προσπάθεια του ίδιου να ανιχνεύσει και να σχολιάσει αυτό που συνέβαινε αλλά και αυτό που έβλεπε πως ήταν καθ΄ οδόν.
Ποια ήταν όμως εκείνη η περίοδος κατά την οποία γεννήθηκαν οι Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας; Ποια ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής; Ποιο ήταν το πολιτικό «κυρίαρχο» και το κοινωνικό στίγμα που οδήγησε στην ανάγκη διοργάνωσης ενός διαφορετικού διαγωνισμού για νέους τραγουδοποιούς; Ήταν η προσπάθεια ανάδειξης νέων, ταλαντούχων μουσικών; 'Η μήπως ο Μάνος Χατζιδάκις ήθελε να «ανοίξει» μια εκ βαθέων συζήτηση που αφορούσε τη μουσική και το μέλλον της, επειδή διέβλεπε την «αλλαγή» και με τον τρόπο αυτό θέλησε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, να «προλάβει» τα γεγονότα;
Γιατί, μπορεί η δεκαετία του 1980 να χαρακτηρίζεται από την εκρηκτική άνθιση μιας γενιάς νέων τραγουδοποιών και συνθετών, που έφερε σημαντικές τομές στο τραγούδι, παράλληλα όμως, ήταν και η δεκαετία που τελικά επικράτησε ένας τρόπος διασκέδασης που βρήκε «καταφύγιο» στις μεγάλες πίστες, ανάμεσα σε σπασμένα πιάτα και σε μια αισθητική υποβάθμιση του τρόπου ψυχαγωγίας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας.
Για να δώσουμε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, πρέπει να αφουγκραστούμε την εποχή και τον «παλμό» που δόθηκε από την κοινωνία, ξεκινώντας από τα πρώιμα χρόνια της μεταπολίτευσης και φτάνοντας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80. Ίσως έτσι και η νεότερη γενιά κατανοήσει καλύτερα αυτή την μεταστροφή και την γρήγορη «μετάβαση» από την εποχή της αίγλης του πολιτικού τραγουδιού στα χρόνια της κοινωνίας της επιθυμίας και της μαζικής κατανάλωσης που «καλλιέργησε» το απροβλημάτιστο.
Πολιτική Αναδρομή και Κοινωνικός Ιστός
Με την πτώση της δικτατορίας θα κλείσει ένας μακροχρόνιος κύκλος καταπίεσης για τους πολίτες ενώ ταυτόχρονα θα τεθεί υπό αμφισβήτηση το μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας.
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αυτό που κυριαρχούσε ήταν ένα «κύμα» πολιτικοποίησης, με μια νέα γενιά να μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο, θέλοντας να ξεπεράσει τον καταδυναστευτικό κύκλο της ανάγκης και της ανέχειας που τη δέσμευε στα στενά όρια μικρών κοινωνιών.
Η ελληνική νεολαία ζούσε τότε το κύμα της απελευθέρωσης κι έδινε «ρυθμό» στην κοινωνία συμμετέχοντας σε διεργασίες ανατροπής κι αμφισβήτησης. Μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα το μάθημα της Δημοκρατίας θα διδαχθεί σε πραγματικές συνθήκες και θα δημιουργήσει πολιτική κουλτούρα.
Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα την περίοδο 1975-1980 ήταν σχολεία συμμετοχής, με τον πολιτικό πυρετό να ξεχειλίζει στα αμφιθέατρα. Οι ώρες συζητήσεων μεταξύ φοιτητών άπειρες κι ο χρόνος που αφιερώνονταν στους κλασσικούς του μαρξισμού και στους νεότερους θεωρητικούς της πολιτικής και της επαναστατικής δράσης, ατέλειωτος.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει από το Παρίσι και το κόμμα του θριαμβεύει στις εκλογές τον Νοέμβριο του 1975, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου τίθεται σε ισχύ το νέο Σύνταγμα. Σημαντικό επίτευγμα της διακυβέρνησής του, η υλοποίηση του οράματός του για ένταξη της Ελλάδας ως πλήρους μέλους, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1981.
Η Δημοκρατία θα γίνει παλλαϊκό αίτημα και ο συνδικαλισμός έρχεται να καλύψει τα κενά της έκφρασης και της εκπροσώπησης.
Κερδίζοντας πανηγυρικά, τον Οκτώβριο του 1981, ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέσυρε σχεδόν τους πάντες σε ένα ξέφρενο «χορό» με βασικό πολιτικό μήνυμα την υπόσχεση για μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η επιθυμία για αλλαγή ήταν αναμφισβήτητη. Με το σχηματισμό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το πολιτικό σκηνικό μεταμορφώθηκε. Επρόκειτο για την πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, που υποσχόταν ριζοσπαστικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία.
Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει για την εποχή εκείνη ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός:
«Η περίοδος του 81-82 είχε κάτι το πολύ δημιουργικό, κάτι το σχεδόν επικίνδυνο. Είχαμε όλοι πιστέψει στη μεγάλη αλλαγή, είχαμε πιστέψει πως αυτός ο τόπος επιτέλους θα πήγαινε κάπου. Θα πήγαινε πραγματικά προς μια ευρωπαϊκή χώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μπορεί αυτό να διαψεύστηκε γρήγορα, ίσως πιο γρήγορα από ό,τι κανείς περίμενε, παρόλα αυτά όμως την εποχή εκείνη υπήρχε μια ευφορία στους ανθρώπους της τέχνης, της μουσικής και της δημιουργίας και πιστεύαμε τότε πως θα μπορούσαμε να συμβάλουμε για να βοηθήσουμε κι εμείς αυτόν τον τόπο».
Το δικό του στίγμα για το κλίμα της περιόδου εκείνης δίνει και o τραγουδοποιός και συνθέτης Λάκης Παπαδόπουλος αναφέροντας: «Εκείνη την εποχή, το ΠΑΣΟΚ ήταν της μόδας. Σχεδόν όλοι, ψήφιζαν το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου που υποσχόταν τη ριζοσπαστική ‘’αλλαγή’’ που τόσο επιθυμούσε η κοινωνία. Εγώ δεν ήμουν ψηφοφόρος του κόμματος αλλά μου έλεγαν να το ψηφίσω. Για να μην είμαι εκτός ‘’μόδας’’. Όπως διεφάνη βέβαια, αν είχαμε άλλον κυβερνήτη, όπως έναν Μάνο Χατζιδάκι, η πορεία της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική».
Το Foreign Office για την πρώτη κυβέρνηση της «αλλαγής»
Ιδιαίτερο ντοκουμέντο για τα τεκταινόμενα εκείνης της εποχής αποτελούν τα όσα αναφέρονται στα αρχεία του Foreign Office, τα οποία παρέμειναν απόρρητα για περίπου 30 χρόνια. Συγκεκριμένα, στα «αποδεσμευθέντα» έγγραφα του Foreign Office, o Βρετανός διπλωμάτης Λουέλιν Σμίθ, στην αναφορά του για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (F009/3178, 28 Οκτωβρίου 1981) υπογράμμιζε συνοπτικά: «Απουσιάζουν από την κυβέρνηση τα γνωστά πολιτικά ‘’τζάκια’’ του παρελθόντος. Η μέση ηλικία των μελών της είναι 50 ετών - αρκετά χαμηλή για τα ελληνικά δεδομένα. Η σύνθεσή της, καθρεπτίζει τη δύναμη του ΠΑΣΟΚ στην ακαδημαϊκή ‘’κοινότητα’’ και στο χώρο των επαγγελματιών. Οι βιομήχανοι κι οι επιχειρηματίες δεν εκπροσωπούνται. Υπάρχει το σύνηθες ‘’κοπάδι’’ των δικηγόρων, δεκαέξι συνολικά. Οι μηχανολόγοι διαφόρων ειδικοτήτων είναι περίπου οκτώ. Πολλοί από τους νέους υπουργούς είχαν συλληφθεί και φυλακισθεί την περίοδο της δικτατορίας από τη χούντα κι ορισμένοι, όπως ο Χαραλαμπόπουλος και ο Κουτσόγιωργας, βασανίσθηκαν από τα σώματα ασφαλείας. Η εμπειρία αυτή σίγουρα πρέπει να έχει επηρεάσει τις απόψεις τους για τον κόσμο. Τρεις γυναίκες, η ‘’μοιραία’’ Μελίνα και δύο υφυπουργοί στο υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών, συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Τα μουστάκια είναι της μόδας. Τουλάχιστον επτά υπουργοί και υφυπουργοί έχουν μουστάκι - ορισμένοι μάλιστα πλούσιο μουστάκι». Κι έτσι ξαφνικά, η κοινωνία βρέθηκε σε κίνηση. Και μεταλλάχθηκε.
Η «αλλαγή», που αποτέλεσε το κορυφαίο σύνθημα της εποχής, δεν αφορούσε τόσο την υλοποίηση πραγματικών εξαγγελιών όσο το γεγονός της εισαγωγής κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και της ανάδειξης νέων στρωμάτων, που άλλαξαν το προφίλ της ελληνικής κοινωνίας.
Η καθιέρωση του θεσμού του πολιτικού γάμου, του συναινετικού διαζυγίου κι οι βελτιώσεις στο οικογενειακό δίκαιο, προς όφελος της γυναίκας, αποτέλεσαν τομές στα θέματα των σχέσεων των δύο φύλων. Επίσης, αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της γυναίκας ενώ καταργήθηκαν και πλήθος αναχρονιστικών ρυθμίσεων. Σημαντικές αλλαγές έγιναν ακόμα στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όταν το 1983 αλλάζει το σύστημα πρόσβασης στις Σχολές, κάτι το οποίο αποτελεί και κύριο πεδίο παρέμβασης της εκπαιδευτικής πολιτικής που εφαρμόστηκε μεταπολεμικά.
Η νέα πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου έφερε πολλές αλλαγές στον εργασιακό χώρο και στο χώρο του συνδικαλισμού ενώ παράλληλα δημιουργείται και καθιερώνεται ο θεσμός του Ενιαίου Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.).
Ο Πολιτισμός στα χρόνια της μεταπολίτευσης
H περίοδος της μεταπολίτευσης σημαδεύεται από την πλήρη επανακυκλοφορία όλου του υλικού του Μίκη Θεοδωράκη και τις μεγάλες πολιτικές συναυλίες. Παράλληλα, αρκετοί ακόμη συνθέτες (Λοΐζος, Λεοντής, Μούτσης) κυκλοφορούν υλικό με άμεσες η έμμεσες αναφορές στην προηγούμενη περίοδο, το οποίο είχε απορρίψει η λογοκρισία της εποχής.
Ακολούθησε η ανάδειξη του Μάνου Χατζιδάκι σε κυρίαρχο των ελληνικών μουσικών πραγμάτων. Από τις επίσημες θέσεις που του προσφέρθηκαν, συνέβαλλε καθοριστικά με πλήθος τρόπων, στην αναδιαμόρφωση του μουσικού τοπίου κι ευρύτερα του πολιτιστικού ήθους του τόπου κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα.
Μεταξύ άλλων, διετέλεσε Γενικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών(1976-1982), αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1974-1980), καθώς επίσης και Γενικός Διευθυντής της EPT, όπου η προσοχή του στράφηκε αμέσως στο Γ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (1975-1981).
Η ίδρυση των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων, τον Μάιο του 1983, συνιστούσε και το πρώτο κρατικό εγχείρημα στην κατεύθυνση μιας συντεταγμένης πολιτιστικής αποκέντρωσης. Μαζί με τη θεσμοθέτηση των ετήσιων επιχορηγήσεων στους δημιουργικούς θιάσους, αποτέλεσε τη σημαντικότερη νομοθετική ρύθμιση για την οργάνωση και την ενίσχυση της θεατρικής ζωής, τη δεκαετία του 1980. Η ίδρυσή τους συνιστά επίσης και μια σημαντική απόπειρα για αυτόνομη ανάπτυξη της επαρχίας η οποία συχνά ήταν αποκλεισμένη από τις εξελίξεις
Ο ελληνικός κινηματογράφος διχάζεται, ως προς τις θεματικές και αισθητικές κατευθύνσεις του. Από τη μία παρατηρείται ο προσανατολισμός προς τα σύγχρονα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού, των προτύπων και της κουλτούρας του κι από την άλλη η αφοσίωση στην ανατολική, ελληνορθόδοξη παράδοση και στα δημοτικά και λαϊκά ήθη σε συνδυασμό με επιλεκτικές αναγνώσεις της αρχαιότητας
Από τον Χατζιδάκι στα Πάρτυ της Βουλιαγμένης
Βράδυ Δευτέρας της 25ης Ιουλίου 1983. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης καλεί τους Αθηναίους σε μια πρωτότυπη μουσική εκδήλωση που την ονόμασε «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη». Η πρωτοτυπία, μαζί με την τεράστια συμμετοχή του κόσμου, απέδωσαν ένα σημείο αναφοράς των πρακτικών διασκέδασης για τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980.
Η συγκεκριμένη, διαφορετική μουσική πρόταση, ήρθε τη στιγμή που είχε αρχίσει να διαφαίνεται ο κορεσμός κι η κόπωση των καθιερωμένων μορφών συλλογικής ακρόασης αφού βεβαίως είχε προηγηθεί η κορύφωση και κυριαρχία του πολιτικού τραγουδιού και των μυσταγωγικών μαζικών συναυλιών της μεταπολίτευσης.
Κατά το διάστημα που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας, κυρίαρχες ήταν οι μεγάλες συναυλίες των συνθετών της πολιτικής χειραφέτησης, όπως ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Είχαν επικρατήσει ως κεντρικές μουσικές πρακτικές, στις οποίες με πειθαρχημένο πάθος και παλμό, το πλήθος κοινωνούσε τη λύτρωση από δεκαετίες αποκλεισμού.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και το αίσθημα ελευθερίας που δημιούργησε, η οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων καθώς και της κοινωνικής ασφάλειας (που φαινόταν να διασφαλίζει η ένταξη στην ΕΟΚ), οι πολιτικές ιδεολογίες κι η άνοδος του ατομικισμού, ήταν ανάμεσα στους παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτήν την έντονη στροφή των ανθρώπων προς μία διαφορετικού είδους διασκέδαση και κυρίως στο καινούργιο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής.
Αναμφισβήτητα, η δεκαετία του ’80 ήταν μία από τις πιο καθοριστικές για την ελληνική αλλά και την παγκόσμια μουσική σκηνή. Ειδικότερα για τα ελληνικά μουσικά δρώμενα, μπορεί να χαρακτηρίζεται από την εκρηκτική άνθιση της τραγουδοποιίας και μιας γενιάς νέων συνθετών, που έφερε σημαντικές τομές στο τραγούδι, παράλληλα όμως, ήταν η δεκαετία που επιβλήθηκε και τελικά επικράτησε ένας διαφορετικός τρόπος διασκέδασης, με τη μουσική βιομηχανία να βρίσκεται κυρίαρχη, προτείνοντας σε μεγάλο ποσοστό και προς βρώση όσων επιζητούσαν, το εύκολο και το διασκεδαστικό.
Ο συνθέτης Βασίλης Νικολαΐδης περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο: «Ήταν μια εποχή που είχε περάσει η αίγλη της μεταπολίτευσης και των αντιστασιακών τραγουδιών, είχαν καταναλωθεί με άσχημο τρόπο αριστουργήματα όπως το Άξιον Εστί και ξαφνικά οι Έλληνες το είχαν ρίξει στα τσιφτετέλια και σε ένα ελαφρότερο είδος τραγουδιού. Οι τελευταίοι που κατάφεραν να περάσουν, μέσα από τη μισάνοικτη πια ‘’πόρτα’’ της νέας εποχής, πριν αυτή κλείσει και αφήσει απ’ έξω την παλιά Ελλάδα που ξέραμε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήμασταν νομίζω εμείς. Από εκεί και έπειτα αρχίζει μια περίοδος της οποίας το αποτέλεσμα το βλέπουμε μέχρι και σήμερα. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για τα τραγούδια, για το σινεμά, για το πού πήγαν όλοι εκείνοι που δημιουργούσαν μέχρι και την εποχή της μεταπολίτευσης κι άρχισαν να ενδιαφέρονται για τα αυτοκίνητα, τα έπιπλα και τα σπίτια».
Από την πλευρά του ο συνθέτης και μαθηματικός Δημήτρης Λέκκας επισημαίνει: «Oι Έλληνες κυοφορούν πάντα έναν τεράστιο διχασμό ανάμεσα στο άτομο και στο σύνολο. Είναι υπό ειδικές συνθήκες, μέλη συνόλων και υπό ειδικές συνθήκες, άτομα. Νομίζω πως δεν θέλουν να προβληματιστούν. Στον ελληνικό κοινωνικό ιστό, όταν υπάρχει ευμάρεια, οι πολίτες γίνονται μονάδες που κοιτάζει ο ένας να κατασπαράξει τον άλλον ενώ σε περιόδους κρίσης, μπορούν ξαφνικά να ενωθούν. Πιστεύω λοιπόν πως η ‘’τεχνητή’’ ευμάρεια της εποχής εκείνης, καλλιέργησε το απροβλημάτιστο».
Η δεκαετία του 80 υπήρξε σημαντική και καθοριστική γι‘ αυτό που ζούμε σήμερα, καθώς και γι’ αυτό που είμαστε σήμερα. Τότε, εκδηλώθηκαν, καταστάλαξαν και μορφοποιήθηκαν τάσεις και μεταβολές στην κοινωνία, στην οικονομία, την πολιτική καθώς και στη μουσική.
Στο ερώτημα αν οι Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας κατάφεραν να αποτελέσουν μια ανάσχεση στη στροφή της μουσικής, όπως το μέλλον της διέβλεπε ο Μάνος Χατζιδάκις από τότε ακόμα, η αξιολόγηση κι η αποτίμηση μπορεί να γίνει από τον κάθε έναν από εμάς,ξεχωριστά. Σίγουρο είναι πάντως, πως ακόμη εκκρεμεί αυτή η «εκ βαθέων» συζήτηση σχετικά με το μέλλον της μουσικής, που θέλησε να ανοίξει και τότε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Μήπως λοιπόν, η εποχή εκείνη έκρυβε μια μεγάλη αντίθεση; Άλλωστε, το τραγούδι καθρεφτίζει πάντα κάτι από την κοινωνία…
Για τη συγγραφή του δημοσιογραφικού κειμένου χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές, τα εξής αναγνώσματα:
*Κωνσταντοπούλου Ολυμπία, «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη», στο Η Ελλάδα στη δεκαετία του 80 (επιμέλεια Βασίλης Βαμβακάς-Παναγής Παναγιωτόπουλος), Εκδόσεις «Το Πέρασμα», Αθήνα 2010
*Οικονόμου Λεωνίδας, «Σκυλάδικα», στο Η Ελλάδα στη δεκαετία του 80, (επιμέλεια Βασίλης Βαμβακάς-Παναγής Παναγιωτόπουλος), Εκδόσεις «Το Πέρασμα», Αθήνα 2010
*Βούλγαρης Γιάννης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 2001
*Καρμπελιάς Γιώργος, Κράτος και κοινωνία στη μεταπολίτευση (1974-1988), Εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1988
*Καρακούσης Αντώνης, Μετέωρη Χώρα: 1974-2005, Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2006